- μαστίχα
- gum
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek
μαστίχα — η 1. αλκοολούχο ποτό αρωματισμένο με μαστίχα. 2. γλυκό που περιέχει μαστίχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστιχάτου — μαστιχά̱του , μαστιχᾶτον mastich wine neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστίχαι — μαστίχᾱͅ , μαστίχη mastich fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαστιχάτος — ή, ό 1. αυτός που περιέχει μαστίχα 2. αυτός που μοιάζει με μαστίχα, αρωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. άτος*] … Dictionary of Greek
μαστιχένιος — α, ο αυτός που έχει παρασκευαστεί από μαστίχα ή με μαστίχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
μαστιχομαζώματα — τα η εποχή κατά την οποία μαζεύουν τη μαστίχα («στα μαστιχομαζώματα θε νά ρτω στο χωριό σου», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + μαζώματα (< μαζώνω)] … Dictionary of Greek
μαστιχοφόρος — α, ο, θηλ. και ος αυτός που παράγει μαστίχα («σχίνος η μαστιχοφόρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίχα + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Θ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
мастика — мазь; смола (фисташкового дерева) , др. русск. мастика, Хож. игум. Дан. 6, Грефен. 2, Зосима (1420 г.); см. Чтения, 1871, No1, стр. 18. Из греч. μαστίχη жевательная смолка , нов. греч. μαστίχα; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 123; ИОРЯС 12,2, 255; Преобр … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Uromastyx — Taxobox name = Uromastyx ITIS|ID=209040|taxon=Uromastyx|year=2008|date=16 September] image width = 250px image caption = Submitted as Uromastyx dispar , though most likely a male U. maliensis regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Reptilia … Wikipedia
Mastika — Greece s Chio Masticha Ouzo and Masticha Liqueur Mastika Greek: μαστίχα, mastícha; (Bulgarian: мастика, mastika; Macedonian: мастика, mastika) is a liquor seasoned with mastic, a resin gathered from the mastic tree, a small evergreen tree native… … Wikipedia